συναδελφώνω

συναδελφώνω
Ν
ενεργώ ώστε να δημιουργηθούν στενές φιλικές σχέσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνάδελφος. Το ρ. στον λόγιο τ. συναδελφῶ, -όω μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Χιώτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συναδέλφωση — η, Ν δημιουργία φιλικών σχέσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναδελφώνω. Η λ., στον λόγιο τ. συναδέλφωσις, μαρτυρείται από το 1888 στον Ν. Καζάζη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”